macadam - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

macadam - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
MacAdam; McAdam (disambiguation)

macadam         
n. macadam, mac
macadamiseren      
macadamize
macadam      
n. macadam (wegdek)

Ορισμός

macadam
[m?'kad?m]
¦ noun broken stone used in compacted layers for surfacing roads and paths, typically bound with tar or bitumen.
Derivatives
macadamed adjective
macadamized or macadamised adjective
Origin
C19: named after the British surveyor John L. McAdam.

Βικιπαίδεια

McAdam

McAdam or MacAdam may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για macadam
1. The search ended Sunday at about 3 p.m. after 70 rescuers scoured the mountain, MacAdam said.
2. Koch,‘‘ Royal Canadian Mounted Police Constable John MacAdam told The Associated Press.
3. "We‘re getting together the machinery and macadam to fill it," the source said.
4. Koch," Royal Canadian Mounted Police Constable John MacAdam told The Associated Press.
5. A MAP OF GLASS By Jane Urquhart MacAdam/Cage 371 pp; $25 In the MonitorTuesday, 03/21/06 Iraqi turmoil puts Mideast on edge Congress eyes own window on Iraq war Homeowners stretched perilously Australian women shrink the pay gap Editorial: Selling ‘pandemic flu‘ through a language of fear Get all the Monitor‘s headlines by e–mail.Subscribe for free.